- υποβρυχώμαι
- -άομαι, Α1. βρυχώμαι ή μουγκρίζω σιγά2. ανασαίνω βαριά από οργή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + βρυχῶμαι «μουγκρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρυχιέμαι — (AM βρυχῶμαι, άομαι) 1. (κυρίως για λιοντάρια και άλλα άγρια ζώα) μουγκρίζω, κραυγάζω άγρια 2. ουρλιάζω από πόνο ή οργή 3. θρηνώ, κλαίω γοερά 4. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο μσν. νεοελλ. βουίζω υποχθόνια. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek